ἐπίνικος

ἐπίνικος
ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον
1 of victory

ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75

ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς N. 4.78


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἐπίνικος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνικος — masc/fem nom sg ἐπινικιος of victory masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίνικος — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής. Κέρδισε επανειλημμένα σε δραματικούς αγώνες. Έγραψε τα έργα Μνησιπόλεμος και Υποβαλλόμενα. * * * ἐπίνικος, ον (AM) [νίκη] το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικος ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)… …   Dictionary of Greek

  • τοὐπίνικος — ἐπίνικος , ἐπίνικος masc/fem nom sg ἐπίνικος , ἐπινικιος of victory masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνικον — ἐπίνικος masc/fem acc sg ἐπίνικος neut nom/voc/acc sg ἐπινικιος of victory masc/fem acc sg ἐπινικιος of victory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπινίκοις — Ἐπίνικος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινίκοις — ἐπίνικος masc/fem/neut dat pl ἐπινικιος of victory masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπινίκου — Ἐπίνικος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινίκου — ἐπίνικος masc/fem/neut gen sg ἐπινικιος of victory masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπινίκους — Ἐπίνικος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινίκους — ἐπίνικος masc/fem acc pl ἐπινικιος of victory masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”